ζευξίλεως

ζευξίλεως
ζευξίλεως (-ω), ὁ (Α)
(για βασιλείς) αυτός που υποτάσσει τους λαούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζευξι- (< ζεύγνυμι) + λεώς «λαός» (πρβλ. βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερψίμβροτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”